πληροφορία

πληροφορία
η, ΝΜΑ [πληροφορώ]
είδηση, γνώση, το σύνολο τών σημάτων, λέξεων, φράσεων με το οποίο καθιστά κανείς γνωστό ένα πράγμα, μια κατάσταση ή ένα γεγονός
νεοελλ.
1. ποιοτικός συντελεστής που καθορίζει τη θέση ή την κατάσταση ενός συστήματος αυτόματου ελέγχου
2. βιολ. ο βαθμός τής τάξης τού ζωντανού συστήματος, το σύνολο τών οδηγιών που καθορίζουν την πολυπλοκότητα και την οργάνωση ενός όντος και ρυθμίζουν την οντογενετική σύνθεση αυτής τής πολυπλοκότητας από μια απλή αρχή
3. (επικοιν.) το περιεχόμενο τών σημάτων που διαβάζονται με την τηλεφωνία, την τηλεόραση, την τηλεγραφία και τα άλλα μέσα ενημέρωσης
4. βασική έννοια τής κυβερνητικής, ειδικά τής θεωρίας τής πληροφορίας, που έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία στη βιολογία, στη νευροφυσιολογία, στην ψυχολογία, στην οικονομία, στην κοινωνιολογία και στη φιλοσοφία, ιδίως στη γνωσιολογία
5. φρ. α) «θεωρία πληροφοριών» — κλάδος τής κυβερνητικής που ασχολείται με τις μεθόδους υπολογισμού και εκτίμησης τής ποσότητας πληροφοριών που περιέχονται σε διάφορα στοιχεία από την άποψη τής αποθήκευσής τους σε ειδικές συσκευές ή κατά την μετάδοσή τους με τις τηλεπικοινωνίες
β) «συλλογή πληροφοριών»
στρατ. είδος στρατηγικής και επιχειρησιακής ασφάλειας τών στρατευμάτων, που οργανώνεται από τη διοίκηση και τα επιτελεία για τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικών με τον εχθρό, την τοποθεσία, τις μετεωρολογικές συνθήκες καθώς και με τον τεχνικό πολεμικό εξοπλισμό
μσν.
ασφάλεια που παραχωρήθηκε
αρχ.
τέλεια πιστοποίηση, βεβαιότητα για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πληροφορία — πληροφορίᾱ , πληροφορία fullness of assurance fem nom/voc/acc dual πληροφορίᾱ , πληροφορία fullness of assurance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορίᾳ — πληροφορίαι , πληροφορία fullness of assurance fem nom/voc pl πληροφορίᾱͅ , πληροφορία fullness of assurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορία — η είδηση, γνώση για πρόσωπο ή πράγμα ή γεγονός: Έχω θετικές πληροφορίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληροφορίας — πληροφορίᾱς , πληροφορία fullness of assurance fem acc pl πληροφορίᾱς , πληροφορία fullness of assurance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορίαι — πληροφορία fullness of assurance fem nom/voc pl πληροφορίᾱͅ , πληροφορία fullness of assurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορίαν — πληροφορίᾱν , πληροφορία fullness of assurance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορίαις — πληροφορία fullness of assurance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”